- σκομβρίζω
- Α(κατά τον Ησύχ.)1. γογγύζω2. (σχετικά με ένα είδος ασελγούς παιχνιδιού) χτυπώ κάποιον με τα χέρια ή με τα πόδια στους γλουτούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκόμβρος «σκουμπρί». Η σημ. τού ρ. «χτυπώ κάποιον στους γλουτούς» οφείλεται κατά μία άποψη στα χτυπήματα που επιφέρουν με την ουρά τους τα σκουμπριά στα πλευρά τών πλοίων. Κατ' άλλη όμως άποψη, η σημ. τού ρ. χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να υπαινιχθεί τις μελανιές που προκαλούν στο δέρμα τέτοιου είδους βίαια χτυπήματα, ο χρωματισμός τών οποίων θυμίζει τις σκούρες μπλε ρίγες στην ράχη τών συγκεκριμένων ψαριών].
Dictionary of Greek. 2013.